- αχάρακτος
- και αχάραχτος και αχάραγος, -η, -ο (AM ἀχάρακτος, -ον)1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαραχτεί2. εκείνος που δεν έχει διακριτικά σημάδια χαραγμένα επάνω του3. (για άστρο ή την ημέρα) αυτός ο οποίος δεν έχει χαράξει, που δεν υποφώσκει ακόμη («ἀχάρακτος ἀστήρ», «αχάραγη μέρα»)αρχ.1. (για πλοίο) χωρίς ζωγραφισμένες ή γλυπτές μορφές στην πλώρη2. άτρωτος από σίδερονεοελλ.(το ουδ. ως επίρρ.) αχάραγαπριν χαράξει, πριν ξημερώσει.
Dictionary of Greek. 2013.